- ισομέτρητος
- ἰσομέτρητος, -ον (Α)αυτός που έχει ίσο μέτρο ή βάρος ή αξία με άλλον, ίσος με άλλον, ανάλογος («χρυσῆν εἰκόνα ἰσομέτρητον», Πλάτ.)επίρρ...ἰσομετρήτως (Α)ανάλογα με την ανάγκη, με το μέτρο τής χρείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -μετρητος (< μετρῶ), πρβλ. αερο-μέτρητος, κακο-μέτρητος].
Dictionary of Greek. 2013.